- χοντροκόκαλος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει χοντρά κόκαλα, γερή σωματική κατασκευή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)-* + κόκαλο (πρβλ. σκληρο-κόκαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντροκόκαλος — η, ο αυτός που έχει χοντρά κόκαλα, σωματώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκάλας — και κοκκάλας, ο [κόκαλο] αυτός που έχει μεγάλα κόκαλα, χοντροκόκαλος … Dictionary of Greek
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek